- καθεζόμενος
- κατά-ἕζομαιseat oneselfpres part mp masc nom sg (epic)κατά-καθέζομαιsit downpres part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιακχείον — ἰακχεῑον, τὸ (Α) [Ίακχος] ιερό τού Βάκχου («παρὰ τὸ ἰακχεῑον... καθεζόμενος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μάρκος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ή Ιωάννης. (Πράξεις ιβ’ 12). Επίσκοπος της Βύβλου ή Βιβλιόπολης της Αντιοχείας. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου. 2. Αναφέρεται και ως Μ. Ευγενικός. Επίσκοπος της Εφέσου. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
παραστρέφω — και ποιητ. τ. παραστρωφῶ, άω, Α 1. στρέφω πλάγια, διαστρέφω, μεταβάλλω («σμικρὰ πάνυ παρεστρέφοντες ἐνίοτε τἀναντία ποιεῑν σημαίνειν», Πλάτ.) 2. φρ. «παραστρέφω τὸν τρίβωνα» στρέφω προς τα πάνω ή πλάγια («καὶ καθεζόμενος παραστρέψαι τὸν τρίβωνα» … Dictionary of Greek